Τις τελευταίες δεκαετίες, η αγροτική πολιτική που καθόρισε η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδοτούσε το σκληρό στάρι, με στόχο την ενίσχυση της ιταλικής βιομηχανίας μακαρονοποιίας. Κατά συνέπεια, οδήγησε στην περιθωριοποίηση της καλλιέργειας μαλακού σιταριού στην περιοχή της Θράκης. Η καλλιέργειά του είναι ανταγωνιστική αυτής του σκληρού, με αποτέλεσμα οι αγρότες να στραφούν στο σκληρό σιτάρι. Οι καλλιέργειες μαλακού σίτου μειώθηκαν αισθητά και, επίσης, οι αγρότες δεν ακολουθούσαν τις ενδεδειγμένες καλλιεργητικές πρακτικές, με αποτέλεσμα η χώρα μας να είναι σήμερα ελλειμματική σε ποσότητα μαλακού σίτου αλλά και η ποιότητα του παραγόμενου σίτου να μην είναι η ενδεδειγμένη. Συνεπώς, η Ελλάδα αναγκάζεται να καλύπτει τις ανάγκες της με εισαγόμενο σιτάρι. Το 2010, η εταιρία "Μύλοι Θράκης" αποφασίζει να ξεκινήσει μια μεγάλη προσπάθεια ώστε να επανέλθει στη Θράκη η μαζική παραγωγή μαλακού σίτου υψηλής, όμως, ποιότητας άρα και προστιθέμενης αξίας.
Το πρώτο στάδιο ήταν, λοιπόν, να εξασφαλιστεί ότι: το παραγόμενο προϊόν θα έχει όχι μόνο καλά αγρονομικά χαρακτηριστικά στην περιοχή της Θράκης, δηλαδή καλές στρεμματικές αποδόσεις, αλλά και καλή αρτοποιητική ικανότητα. Η έρευνα εστιάστηκε στην εύρεση:
- Κατάλληλων ποικιλιών υψηλής τεχνολογίας.
- Κατάλληλων καλλιεργητικών συνθηκών (έδαφος, λίπανση, φυτοπροστασία).
Πραγματοποιήθηκαν πειραματικές καλλιέργειες στο αγρόκτημα του Πανεπιστημίου όπου εξετάστηκαν 22 σπόροι διαφορετικών χαρακτηριστικών και προέλευσης, άλλοι υψηλής τεχνολογίας, άλλοι από γηγενείς ποικιλίες. Ολοκληρώθηκε η 1η φάση με την επιλογή των καλύτερων ποικιλιών σύμφωνα με τα αγρονομικά και ποιοτικά κριτήρια που τέθηκαν. Η εταιρία «ΜΘ» εξέτασε τα αρτοποιητικά χαρακτηριστικά σύμφωνα με την τεχνογνωσία της στο αλεύρι και το Πανεπιστήμιο τα αγρονομικά και από κοινού επέλεξαν τις καταλληλότερες ποικιλίες. Την επόμενη χρονιά (2011) ξεκίνησε, ταυτόχρονα με τον πειραματισμό στο αγρόκτημα του Πανεπιστημίου, ο πειραματισμός σε πραγματικές συνθήκες με 19 επιλεγμένους αγρότες σε 1.500 στρέμματα για τις επιλεγμένες ποικιλίες. Σχεδιάστηκε από κοινού από τους ΜΘ και το Πανεπιστήμιο ένα «ημερολόγιο καλλιεργειών» στο οποίο έγινε καταγραφή των σημαντικότερων παραμέτρων της καλλιέργειας και συστήθηκε πρόγραμμα επισκέψεων ανά καλλιέργεια προς έλεγχο. Υπήρξε μια συνεχής επαφή των γεωπόνων των ΜΘ προς τους καλλιεργητές και το Πανεπιστήμιο το οποίο παρείχε και την τεχνική και επιστημονική υποστήριξη της εταιρίας στην παρακολούθηση των καλλιεργειών. Με το πέρας του καλλιεργητικού έτους συλλέχθηκαν ξεχωριστά οι ποικιλίες, για τις οποίες υπήρχαν καταγεγραμμένα αγρονομικά δεδομένα και σε πραγματικές συνθήκες και σε ιδανικές (αγρόκτημα πανεπιστημίου), και αλέστηκαν για πρώτη φορά σε βιομηχανική κλίμακα και εξετάστηκαν ως προς τα αρτοποιητικά τους χαρακτηριστικά από τους ΜΘ. Ολοκληρώθηκε, έτσι, η 2η φάση επιλογής ποικιλιών όπου ξεχώρισαν οι καλύτερες από τις ποικιλίες που είχαν επιλεγεί σε 1η φάση ακολουθώντας την ίδια διαδικασία επιλογής.