Τα τελευταία χρόνια, οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες σε συνδυασμό με την πανδημία COVID-19 ανέδειξαν με ακόμα πιο έντονο τρόπο τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ευπαθείς ομάδες στην καθημερινή τους ζωή. Πράγματι, παρά το γεγονός ότι η κοινωνική ένταξη και η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων βρίσκονται ψηλά στην πολιτική ατζέντα σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ευπαθείς ομάδες εξακολουθούν να είναι σημαντικές ως απόρροια όχι μόνο των εκάστοτε κοινωνικοοικονομικών συνθηκών αλλά και των στερεοτύπων, διακρίσεων και του ρατσισμό που αντιμετωπίζουν.
Ενδεικτικά, στην περίπτωση των Ρομά, παρά το γεγονός ότι η ελληνική πολιτεία υιοθέτησε το «Ολοκληρωμένο Πρόγραμμα Δράσης για την Κοινωνική Ένταξη των Ελλήνων Τσιγγάνων 2001-2008», την «Εθνική Στρατηγική για την Κοινωνική Ένταξη των Ρομά 2012-2020» και την Εθνική Στρατηγική και Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνική Ένταξη των Ρομά 2021 – 2030, οι Ρομά εξακολουθούν να βιώνουν πολλαπλές διακρίσεις. Σύμφωνα με την έρευνα EU MIDIS II (2016) του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, οι Ρομά εξακολουθούν να βιώνουν διακρίσεις όσον αφορά την πρόσβασή τους στην εκπαίδευση, απασχόληση, στέγαση και υγεία. Ειδικότερα, και σύμφωνα με τα στοιχεία για την Ελλάδα, το 61% των Ρομά δήλωσε ότι βίωσαν διακρίσεις κατά την τελευταία πενταετία λόγω της καταγωγής τους, και κυρίως κατά την αναζήτηση εργασίας (63%), την πρόσβαση σε δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες (52%) και τη στέγαση (44%). Επιπλέον, το ποσοστό των Ρομά που θεωρούν ότι οι διακρίσεις λόγω εθνοτικής/φυλετικής καταγωγής είναι διαδεδομένο φαινόμενο στην Ελλάδα, είναι επίσης αρκετά υψηλό (65%). Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότεροι Ρομά δεν καταγγέλλουν κρούσματα διακριτικής μεταχείρισης. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, μόλις το 7% των Ρομά κατήγγειλε το πιο πρόσφατο κρούσμα διακριτικής μεταχείρισης λόγω της καταγωγής τους. Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί τόσο από το υψηλό ποσοστό διακρίσεων όσο και από το γεγονός ότι μόλις το 8% των Ρομά γνωρίζουν οργανώσεις που προσφέρουν υποστήριξη σε θύματα διακρίσεων.
Συμπεραίνεται συνεπώς ότι υπάρχει σημαντική διαφορά ανάμεσα στον πραγματικό αριθμό περιπτώσεων παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ρομά και σε αυτόν που καταλήγουν ως αναφορές στους αρμόδιους φορείς. Η διαφορά αυτή οφείλεται εν μέρει τόσο στην έλλειψη διασύνδεσης της Ρομά κοινότητας με τους αρμόδιους φορείς όσο και στην έλλειψη διασύνδεσης μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων. Κρίνεται συνεπώς επιτακτική η ανάγκη ενίσχυσης της διασύνδεσης ανάμεσα στην Ρομά κοινότητα και τους αρμόδιους φορείς.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Παρατηρητήριο Συνηγορίας και Προάσπισης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων λειτουργεί ως «γέφυρα» ανάμεσα στους αρμόδιους φορείς και την Ρομά κοινότητα, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της συνηγορίας σε θέματα που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα των Ρομά, στην αύξηση της ενημέρωσης και της ευαισθητοποίησης του ευρύτερου κοινού σχετικά με τα ζητήματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ρομά, στην καταγραφή περιπτώσεων καταστρατήγησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην υλοποίηση εκπαιδευτικών και ενημερωτικών δράσεων αναφορικά με θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ρομά. Ειδικότερα, η ομάδα του Παρατηρητηρίου συλλέγει, επεξεργάζεται και προωθεί αναφορές από την κοινότητα Ρομά, σχετικές με παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, σε αρμόδιους φορείς, ευαισθητοποιώντας και κινητοποιώντας τους για την επίλυσή τους. Παράλληλα, ενημερώνει και ευαισθητοποιεί εκπροσώπους Κέντρων Κοινότητας, δήμων, περιφερειών, υπουργείων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, μέσων μαζικής ενημέρωσης, ιδιωτικών επιχειρήσεων και φοιτητές/-ριες τμημάτων ΜΜΕ σε σχέση με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των Ρομά, τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα τα οποία βιώνουν σε όλες τις πτυχές της καθημερινής τους ζωής, αλλά και για περιστατικά παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους.